Ο ΚΑΙΡΟΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΓΩΝΙΑ –Νασιόπουλος Απόστολος

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

ΟΝΕΙΡΟ   ΣΤΟ   ΚΥΜΑ
Α. Παπαδιαμάντη
κείμενο σελ. 161 - 168 οι δύο πρώτες ενότητες
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1, Ποία βασικά γνωρίσματα του έργου του Παπαδιαμάντη μπορείτε να επισημάνετε στο συ­γκεκριμένο διήγημα;
2.  Ποίες αφηγηματικές τεχνικές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στην προλογική ενότητα;(σελ. 161-162)
5. Σε ποίο κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούνται τα δεδομένα της αφήγησης και ποίος κοινω­νικός προβληματισμός διαφαίνεται σπς δύο πρώτες ενότητες;
4.  Πώς ερμηνεύετε την ομωνυμία κοριτσιού - κατσίκας και πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη συ­μπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;
5.  Σ. Μυριβήλη: Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (απόσπασμα).
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. α) η χριστιανική πίστη: η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη είναι διάχυτη στα έργα του. Στο συγκεκριμένο διήγημα αν και είναι ερωτικού περιεχομένου υπάρχουν στοι­χεία που επιβεβαιώνουν αυτήν. Τέτοια στοιχεία είναι όσα αναφέρονται στην εισαγω­γική ενότητα στον πατέρα Σισώη, όπως ότι. αυτός αρχικά ήταν μοναχός και διάκονος, ενώ ύστερα έγινε απλός μοναχός· ο συγγραφέας φαίνεται ότι. γνωρίζει καλά τη διά­κριση αυτών των εννοιών όπως και τη συνύπαρξη των δύο ιδιοτήτων σ' ένα πρόσω­πο. Συχνά χρησιμοποιεί λέξεις - φράσεις από τα κείμενα των γραφών, των εκκλησια­στικών ύμνων και των ακολουθιών. Με τη φράση «κωλυόμενος να ίερατεύει.» δείχνει օ՜ո γνωρίζει τους εκκλησιαστικούς κανόνες για τα «κωλύματα της ίεροσύνης» Το ρή­μα «κλαίω» επίσης στη γλώσσα της λατρείας χρησιμοποιείται συχνά για όσους δεί­χνουν μετάνοια με συντριβή ψυχής. Τέλος, ο συγγραφέας κάνει αναφορά στο kolvó-ßtov του Ευαγγελισμού και σπς δύο ιερατικές σχολές σπς οποίες φοίτησε ο ήρωας του διηγήματος. Αλλά και στην επόμενη ενότητα χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις α­πό το Ευαγγέλίον, όπως «εις το όνομα του Πατρός και του ylou και του Αγίου Πνεύ­ματος», «για να φάνε τα πετείνά τ' ουρανού» (από την Καινή Διαθήκη στην επί του ό­ρους ομιλία), το φραγγέλίον (ο Χρίστος έδιωξε με αυτό τους μικρέμπορους από το ναό), το περιστατικό με τους πεινασμένους μαθητές του Σωτήρος, όπως και η ανα­φορά σης διατάξεις του Δευτερονομίου (βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης) δείχνουν να έχει μελετήσει τα κείμενα της Γραφής.
β) η φυσίολατρία: εξίσου χαρακτηριστικό στοιχείο της γραφής του Παπαδιαμάντη είναι η αγάπη του για τη φύση· το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί έναν ύμνο στην ομορ­φιά του φυσικού περιβάλλοντος. Στην περιγραφή του κόσμου του ήρωα αποδίδεται παραστατικά η ζωή του μικρού βοσκού μέσα στη φύση με στόχο να φανεί η αμεσό­τητα της επαφής και ο στενός δεσμός του με αυτήν. Κατ' αυτό τον τρόπο δίνεται πλήθος στοιχείων για την τοπογραφία της περιοχής, την ποικιλία της χλωρίδας και των καλλιεργειών, που μαρτυρούν τη φυσίολατρία του συγγραφέα και συνιστούν έ­να αρκαδικό τοπίο ευτυχίας και αμεριμνησίας, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το βου­κολικό ερωτικό στοιχείο, (σελ. 163-165). Και στην τρίτη ενότητα του διηγήματος (σελ. 168-171) η περιγραφή του θαλασσινού τοπίου είναι παραστατική για να φανεί η αμε­σότητα της επαφής του ήρωα με τη φύση, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται με λεπτο­μέρειες η ομορφιά της. Η χρησιμοποίηση πολλών λυρικών εικόνων που περιγράφουν το ειδυλλιακό περιβάλλον επιβεβαιώνει τη φυσίολατρία του συγγραφέα.
γ) η ρεαλίσπκή απεικόνιση της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων της ελληνικής υ­παίθρου: Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της γραφής του Παπαδιαμάντη είναι, η συχνή αναφορά στον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Ολόκληρη η δεύτερη ενότητα του διηγήματος (σελ. 163-168) διατρέχεται από ανάλογες αναφορές, όπως σης εργασίες των γεωργών, στο όργωμα, στη σπορά, στο θείάφίσμα, στον τρύγο κτλ., αλλά και στους αγροφύλακες που με το πρόσχημα της φύλαξης των περιβολιών έπαιρ­ναν τους καλύτερους καρπούς ή σης εργασίες των μοναχών στο μοναστήρι όπου ήταν παραγυίός ο ήρωας. Ακόμα και ο κυρ-Μόσχος ο γείτονας, αν και μικρός άρχοντας, ζού­σε στην εξοχή μαζί με την ανεψιά του την απλή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου (με συντροφιά το τσιμπούκι του, το κομβολόγι. του, το σκαλίστήρί του, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας). Η δε Μοσχούλα η ανεψιά του είναι ένα τυπικό κορίτσι δεκάξι ετών με την αφέλεια kol την αγνότητα της νεανικής ηλικίας, που αν και περιορισμένο μέσα στο πε­ριφραγμένο κτήμα, ζει απλά και απολαμβάνει τις φυσικές ομορφιές. Ο ίδιος ο ήρωας του διηγήματος είναι ένας μικρός βοσκός που είναι απόλυτα δεμένος με τη φύση και χαίρεται την ελευθερία του φυσικού κόσμου, είναι δεμένος με το κοπάδι του, απολαμ­βάνει τις φυσικές ομορφιές και ζει ευτυχισμένος την απλή - φυσική ζωή ενός βοσκού της υπαίθρου, σε αντιδιαστολή με τη μετέπειτα εξέλιξη του σε δικηγόρο και κάτοικο της πόλης σ' ένα καταπιεστικό και καταθλιπτικό περιβάλλον, όπως ο ίδιος ομολογεί.
2. Το διήγημα ανήκει σης αυτοδίηγητικές αφηγήσεις, που ο αφηγητής συμμετέχει στα δρώμενα ως πρωταγωνιστής και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την προσωπική του ι­στορία. Έχουμε δηλαδή αφήγηση με εσωτερική εστίαση, που ο ανώνυμος αφηγητής εί­ναι δραματοποιημένος βλέποντας τα γεγονότα από εσωτερική οππκή γωνία. Στην προ­λογική όμως ενότητα ο αφηγητής και ο ήρωας δεν συμπίπτουν και η εστίαση είναι μη- δενίκή, γιατί γίνεται από ένα παντογνώστη αφηγητή, που εδώ συμβαίνει να είναι και ο πρωταγωνιστής της αφήγησης του.
Η εισαγωγή του διηγήματος έχει τη μορφή πρόληψης, ο αφηγητής δηλαδή ανακαλεί εκ των προτέρων ένα γεγονός που θα διαδραματιστεί αργότερα στην αφήγηση του.
Εγκιβωτισμέ νη αφήγηση (σαν παρέκβαση). Η ενσωμάτωση στην εισαγωγή της σύντο­μης ιστορίας του μοναχού Σίσώη και η αναδρομή στο παρελθόν εγκίβωτΐζεταί στην κυ­ρία αναδρομική αφήγηση και επειδή δε γίνεται εξαρχής αντιληπτή η σχέση της με τα γε­γονότα μοιάζει με παρέκβαση.
Έλλειψη (αφηγηματικό κενό). Στη μετάβαση από τη λήξη των σπουδών στο επαγγελ­ματικό παρόν του ήρωα- αφηγητή υπάρχει αφηγηματικό κενό. Αν λάβουμε όμως υπόψη τα αποσίωπητικά μετά τη λέξη «προλύτου», θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για σύνο­ψη χρόνου.
5. Στην προλογική ενότητα օւ θεματικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ιστορία εί­ναι από τη μία η αναφορά στην εποχή της νιότης του ήρωα και στην κατάσταση του βο­σκού, που συνοδευόταν από την αίσθηση της ελευθερίας και της ευτυχίας μέσα στη φύ­ση και από τη άλλη, η αντίθεση της παρούσας κατάστασης του αφηγητή ως προλύτη που ζει και εργάζεται στην πόλη με την αίσθηση της καταπίεσης και δυστυχίας. Πρόκει­ται για αντιπαράθεση δύο κόσμων, του απλού αμόρφωτου ανθρώπου της υπαίθρου και του μορφωμένου αλλά αποτυχημένου βοηθού δικηγόρου που ασφυκτιά στη συμβατικό­τητα και τη μιζέρια της αστικής ζωής ή με άλλα λογία η αντίθεση μεταξύ φυσικής αγρο­τικής και αστικής ζωής.
Στη δεύτερη ενότητα ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να στηλιτεύσει έστω και έμ­μεσα τις κοινωνικές δεσμεύσεις και την κοινωνική αδικία. Ο ήρωας φαίνεται να ενοχλεί­ται από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων του νόμου, καθώς αγροφύλακες με το πρό­σχημα της φύλαξης των περιβολιών καρπώνονταν για λογαριασμό τους <·τας καλύτερας οπώρας». Επίσης η περιφραγμένη και απρόσιτη ιδιοκτησία του Κυρ-Μόσχου συμβόλιζε γι αυτόν την ανισότητα, καθώς μάλιστα αυτός με τα χρήματα που διέθετε έπεισε μερι­κούς φτωχούς γείτονες να του πουλήσουν τα χωράφια τους για να τα ενώσει με το εκτε­ταμένο κτήμα που διέθετε, σε ένα κτήμα με έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων, για να έχει ξεχωριστό βασίλειο γι αυτόν και την ανίψια του. Ο Κυρ-Μόσχος εκπροσωπεί επομένως τον πολιτισμό και την τάξη των αρχόντων, ζει στον πύργο του μέσα στο περι­φραγμένο κτήμα του, σύμβολο των συμβάσεων και της περιχαρακωμένης σπς κοινωνι­κές επιταγές ζωής του, που για τον απλό βοσκό-που αισθάνεται όλη τη φύση δίκίάτου-είναί ένας χώρος απαγορευμένος που τον απέκλειε από την επαφή του και με την Μο-σχούλα, την ανίψια του Κυρ-Μόσχου.
4. Η ομωνυμία Μοσχούλας - κοπέλας και Μοσχούλας - κατσίκας υποδηλώνει υποκατάστα­ση των συναισθημάτων του μικρού βοσκού, επειδή γι αυτόν η Μοσχούλα αποτελεί ένα απλησίαστο όνειρο, την υποκαθιστά η αγάπη του για την κατσίκα. Αυτή η υποκατάστα­ση φαίνεται όταν, για παράδειγμα, περιγραφεί την κοπέλα να πηδά από βράχο σε βράχο ή όταν δηλώνει ότι. «μου φαίνεται να ομοίάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μίκρό-σωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα...». Το όπ ο βοσκός προβάλλει τα συ­ναισθήματα του στην κατσίκα του αποκαλύπτει την αδυναμία του για την κοπέλα. Η ο­μωνυμία αυτή είναι ένα λογοτεχνικό εύρημα, αφού η απώλεια της κατσίκας και το κά­λεσμα της από το μικρό βοσκό γίνεται η αφορμή της πρώτης συνομιλίας του με το κο­ρίτσι. Παράλληλα είναι όμως και στοιχείο προοίκονομίας, αφού προετοιμάζει την πρώ­τη επικοινωνία των νέων για να προωθηθεί η πλοκή του μύθου.
5. Κοιμήθηκε άσχημα. Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας νάτανε μία φαντασία του πολύ έντονη, που τούρθε ζωντανή σα να είδε. Τόνε κράτησε ταραγμένο κάμποσο, ακόμα και σα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Είτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ κολυ­μπούσε ξένοιαστη. Δε τόξαίρε πως κάποιος είναι και την παραφυλάει, και σέρνει τη μα­τιά του πάνω της, κρυμμένος κάπου. Είταν ολόγυμνη, απορούσε ο Δρίβας πως έγινε και ήξαίρε καταλεπτώς όλες τις μυσπκες λεπτομέρειες αυτού του κορμιού. 'Επαιζε στην ακρογιαλιά. 'Εριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα. Αυτός, κουλουρίασμέ-νος πίσω από ένα βράχο, την έβλεπε, ήταν γεμάτος απ' την θωριά της. Σα νάταν όλο το κορμί του σκεπασμένο με μάτια, πεινασμένα από ερωτική περιέργεια. 'Ενιωθε όλη τη
ντροπή για το κάμωμα του, και μαζί την αχορταγίά της όρασης του.
(απόσπασμα)
'Εχει επισημανθεί ότι το απόσπασμα αυτό θυμίζει το Όνειρο στο κύμα. Ποία στοιχεία του περιεχομένου των δυο κείμενων επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;
Πράγματι, το απόσπασμα αυτό παρουσιάζει πολλές αναλογίες με το Όνειρο στο κύ­μα. Και στα δυο κείμενα ο ήρωας παρακολουθεί κρυφά, κρυμμένος πίσω από ένα βρά­χο μία γυναίκα να κολυμπά ολόγυμνη και αμέριμνη. Μόνο που στο έργο του Παπαδιαμά­ντη ο ήρωας γίνεται στα αλήθεια μάρτυρας αυτής της σκηνής, αν και έχει την αίσθηση ότι βλέπει ένα όνειρο, ενώ στο απόσπασμα του Μυριβήλη φαίνεται πως ο ήρωας είδε μό­νο στο όνειρο του όλη αυτή τη σκηνή, τόσο ζωντανή όμως που νόμιζε πως ήταν αληθι­νή. Ο ήρωας του αποσπάσματος ομολογεί πως ήξερε όλες τις μυσπκες λεπτομέρειες του γυμνού κορμιού της γυναίκας, καθώς φαίνεται πως με τη φαντασία του οραματίζε­ται αυτές. Κάπ ανάλογο κάνει και ο μικρός βοσκός στο Όνειρο στο κύμα που περιγρα­φεί τα μέρη του σώματος της γυμνής κοπέλας που έβλεπε πραγμαπκά, συνεχίζει με ε­κείνα που δίέβλεπε, δηλαδή διαισθανόταν από ενδείξεις και ολοκληρώνει με όσα εμά-ντευε, όσα δηλαδή υπέθετε με τη φαντασία του. Και δυο ήρωες επίσης αισθάνονται τα ίδια συναισθήματα, κατακλύζονται από περιέργεια και ερωπκή επιθυμία να απολαύ­σουν το θέαμα. «Δεν εχόρταίνα να βλέπω το όνείρον, το πλέον εις το κύμα» ομολογεί ο μικρός βοσκός του Παπαδιαμάντη, κατ' ανάλογο τρόπο ο Δρίβας ο ήρωας του Μυριβή­λη, ομολογεί και αυτός την αχορταγίά της όρασης του. Παράλληλα και δυο νιώθουν ντροπή για την περιέργεια τους. Ο Δρίβας το ομολογεί ευθέως, ο δεύτερος - ο μικρός βοσκός - σκέφτεται μία σπγμή να φύγει, να ρίχθεί στη θάλασσα και να κολυμπήσει προς το αντίθετο μέρος για ν' αποφύγει τον πειρασμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου